-
1 ὀνομάζω
ὀνομάζω, fut. ὀνομάσω, dor. ὀνομάξω (s. unten ὀνυμάζω), den Namen sagen, nennen, bei Namen aufrufen; πατρόϑεν ἐκ γενεῆς ὀνομάζων ἄνδρα ἕκαστον, Il. 10, 68; ἐξονομακλήδην ὀνομάζων ἄνδρα ἕκαστον, namentlich aufrufend, 22, 415; Δαναῶν ὀνόμαζες ἀρίστους, riefst sie mit Namen, Od. 4, 278; πολλὰ περικλυτὰ δῶρ' ὀνόμαζον, Il. 18, 449, zählten sie auf; aber 9, 515 εἰ μὲν γὰρ μὴ δῶρα φέροι, τὰ δ' ὄπισϑ' ὀνομάζοι heißt »die Geschenke nennen«, im Ggstz derer, die er giebt, also zusagen, versprechen; ἐς τρὶς όνομάσαι Σόλωνα, Her. 1, 86, sonst οὐνομάζω; – einen Namen geben, benennen, λαοὶ ὀνόμασϑεν, Pind. Ol. 9, 50; τίς ποτ' ὠνόμαζεν ὧδ' ἐς τὸ πᾶν ἐτητύμως τὰν δορίγαμβρον Ἑλέναν; Aesch. Ag. 667; auch σοφιστὴν ὀνομάζουσι τὸν ἄνδρα εἶναι, Plat. Prot. 311 e; vgl. Her. 4, 33. – Pass. heißen, τῶν Λαΐου δήπου τις ὠνομάζετο, Soph. O. R. 1042; ὠνομάσϑης ἐκ τύχης ταύτης, ὃς εἶ, 1036; u. med., ἀντὶ τοῦ δὴ παῖδά μ' ὠνομάζετο, er nannte mich seinen Sohn, 1021; mit doppeltem accus., ὄνομα ποῖον αὐτὸν ὀνομάζει, Eur. Ion 800, vgl. Hel. 1209; ἃς ἐλπίδας ὀνομάζομεν, Plat. Phil. 40 a, öfter, bes. im Crat.; Folgde, τοῠτο ἡ ναῦς ὠνομάζετο, so hieß das Schiff, Ep. ad. 364 (IX, 684), Τηλεβόαι γάρ με τόδ' ὠνόμασαν; überh. aussprechen, Wörter, Ausdrücke gebrauchen, sich ausdrücken, οὐ γὰρ τὰ ῥήματα τὰς οἰκειότητας ἔφη βεβαιοῠν, μάλα σεμνῶς ὀνομάζων, Dem. 18, 35; βο ᾷς ῥητὰ καὶ ἄῤῥητα ὀνομάζων, 18, 122. – Auch = namhaft, berühmt machen, οἱ ὠνομασμένοι, im Ggstz von ἄδοξοι, Isocr. 20, 19 (Bekk. διωνομασμένοι); ὠνομασμένος τὸ γένος, D. Sic. 11, 78. – Vgl. όνομαστός.
-
2 γενεά
γενεά, ᾶς, ἡ, ion. γενεή, a) Geburt, Abstammung, Abkunft, bes. vornehme Abkunft, edle Geburt; Hom. Iliad. 18, 365 ἔγωγ', ἥ φημι ϑεάων ἔμμεν ἀρίστη, ἀμφότερον, γενεῇ τε καὶ οὕνεκα σὴ παράκοιτις κέκλημαι; 23, 471 Αἰτωλὸς γενεήν; 7, 128 πάντων Ἀργείων ἐρέων γενεήν τε τόκον τε, Homerisch, γενεήν und τόκον stehn παραλλήλως; 6, 211 ταύτης τοι γενεῆς τε καἰ αἵματος εὔχομαι εἶναι, γενεῆς und αἵματος stehn παραλλήλως; 10, 68 πατρόϑεν ἐκ γενεῆς ὀνομάζων ἄνδρα ἕκαστον, παραλλήλως stehn πατρόϑεν und ἐκ γενεῆς, es sind Anreden gemeint wie z.B. vs. 87 ὦ Νέστορ Νηληιάδη; 21, 157 ἐμοὶ γενεὴ ἐξἈξιοῦ, ich stamme vom Axios ab; Odyss. 1, 222 οὐ μέν τοι γενεήν γε ϑεοὶ νώνυμνον ὀπίσσω ϑῆκαν, ἐπεὶ σέ γε τοῖον ἐγείνατο Πηνελόπεια; Iliad. 11, 786 γενεῇ ὑπέρτερος, von vornehmerer Abkunft, s. unten. – Stammort, Odyss. 1, 407 ἐρέσϑαι, ὁππόϑεν οὗτος ἀνήρ, ποίης δ' ἐξ εὔχεται εἶναι γαίης, ποῦ δέ νύ οἱ γενεὴ καὶ πατρὶς ἄρουρα; Iliad. 20, 390 ἐνϑάδε τοι ϑάνατος, γενεὴ δέ τοί ἐστ' ἐπὶ λίμνῃ Γυγαίῃ, ὅϑι τοι τέμενος πατρώιόν ἐστιν; von einem Adler Odyss. 15, 175 ἐλϑὼν ἐξ ὄρεος, ὅϑι οἱ γενεή τε τόκος τε. – In Prosa, τίς ὢν γενεάν Xen. Cyr. 1, 1, 6. – b) Geschlecht, Sippschaft, Familie, Od. 16, 117 Il. 20, 306; 19, 105 τῶν ἀνδρῶν γενεῆς οἵ ϑ' αἵματος ἐξ ἐμεῦ εἰσίν; 15, 141 τῷ σ' αὖ νῠν κέλομαι μεϑέμεν χόλον υἷος ἑῆος· ἤδη γάρ τις τοῦ γε βίην καὶ χεῖρας ἀμείνων ἢ πέφατ' ἢ καὶ ἔπειτα πεφήσεται· ἀργαλέον δὲ πάντων ἀνϑρώπων ῥῦσϑαι γενεήν τε τόκον τε, γενεήν und τόκον παραλλήλως; 21, 187. 191 φῆσϑα σὺ μὲν ποταμοῦ γένος ἔμμεναι εὐρυρέοντος, αὐτὰρ ἐγὼ γενεὴν μεγάλου Διὸς εὔχομαι εἶναι – κρείσσων αὖτε Διὸς γενεὴ ποταμοῖο τέτυκται; 20, 303 ὄφρα μὴ ἄσπερμος γενεὴ καὶ ἄφαντος ὄληται Δαρδάνου. – Oft Pind.; Περσῶν Aesch. Pers. 912; Τιτάνων Eur. Hec. 472; Prosa, ταύτης τῆς γενεᾶς ἐστι Plat. Phil. 66 b; bes. Sp.; γενεὰς ἔχειν, Nachkommen haben, Pol. 20, 6, 6; χρήματα καὶ γενεὰν ἀποδιδόναι, Kinder ausliefern, Plut. Timol. 34; öfter Dion. Hal. – Hom. φύλλων γενεή wie ἀνδρῶν γενεή, das Menschengeschlecht, Il. 6, 146 οἵη περ φύλλων γενεή, τοίη δὲ καὶ ἀνδρῶν; – von Pferden, Iliad. 5, 265. 268 τῆς γάρ τοι γενεῆς, ἧς Τρωί περ εὐρύοπα Ζεὺς δῶχ' υἷος ποινὴν Γανυμήδεος, οὕνεκ' ἄριστοι ἵππων, ὅσσοι ἔασιν ὑπ' ἠῶ τ' ἠέλιόν τε. τῆς γενεῆς ἔκλεψεν ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγχίσης, λάϑρῃ Λαομέδοντος ὑποσχὼν ϑήλεας ἵππους. – Von Menschen, mit ausdrücklicher Beziehung auf die Aehnlichkeit Odyss. 4, 27 ἄνδρε δύω, γενεῇ δὲ Διὸς μεγάλοιο ἔικτον, d. h. sie scheinen von vornehmer Familie zu sein; Iliad. 14, 474 οὐ μέν μοι κακὸς εἴδεται, οὐδὲ κακῶν ἔξ, ἀλλὰ κασίγνητος Ἀντήνορος ἱπποδάμοιο ἢ παῖς· αὐτῷ γὰρ γενεὴν ἄγχιστα ἐῴκει. – c) Geburt, Alter; ὁπλότερος γενεῇ, jünger, der Geburt, dem Alter nach, Odyss. 19, 184; ὁπλότατος γενεῆφιν Iliad. 9, 58; γενεῆφι νεώτατος 14, 112; γενεῇ νεώτατος 7, 153; γενεῆφι νεώτερος 21, 439; πρεσβύτατος γενεῇ 6, 24; γενεῇ προγενέστερος 9, 161; γενεῇ πρότερος 15, 166; hierher zog man irrthümlich auch Iliad. 11, 786 τέκνον ἐμόν, γενεῇ μὲν ὑπέρτερός ἐστιν Ἀχιλλεύς, πρεσβύτερος δὲ σύ ἐσσι· βίῃ δ'ὅ γε πολλὸν ἀμείνων, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι Ἀρχίλοχος (frgmt. no 27 Bergk Lyr. Gr. ed. 2 p. 542) ὑπερτέραν τὴν νεωτέραν ἐδέξατο· »οἴην Λυκάμβεος παῖδα τὴν ὑπερτέρην« ἀντὶ τοῦ τὴν νεωτέραν. καὶ τὸ ἔτυμον δὲ ἀντιπίπτει· ὁ γὰρ ὑπερέχων κατά τί ἐστιν ὑπέρτερος. καὶ νῠν λέγει, τῷ γένει, τῇ εὐγενείᾳ ὑπερέχει, διὰ τὸ εἶναι ϑεᾶς μητρός· σὺ δὲ πρεσβύτερος εἶ; – ἐκ γενεῆς, von Geburt an, Her. 3, 33. 4, 23; ἀπὸ γενεᾶς Xen. Cyr. 1, 2, 8; Pol. 6, 19, 2 u. Sp. – Auch = Erzeugung, Opp. H. 1, 479. – d) Geschlecht, Menschenalter, als Zeitbestimmung, Iliad. 23, 790 ἐρέω, ὡς ἔτι καὶ νῠν ἀϑάνατοι τιμῶσι παλαιοτέρους ἀνϑρώπους. Αἴας μὲν γὰρ ἐμεῖ' ὀλίγον προγενέστερός ἐστιν, οὗτος δὲ προτέρης γενεῆς προτέρων τ' ἀνϑρώπων· ὠμογέροντα δέ μίν φασ' ἔμμεναι: προτέρης γενεῆς und προτέρων ἀνϑρώπων stehn παραλλήλως; 1, 250 τῷ δ' ἤδη δύο μὲν γενεαὶ μερόπων ἀνϑρώπων ἐφϑίαϑ', οἵ οἱ πρόσϑεν ἅμα τράφεν ἠδ' ἐγένοντο ἐν Πύλῳ ἠγαϑέῃ, μετὰ δὲ τριτάτοισιν ἄνασσεν; Odyss. 14, 325 καί νύ κεν ἐς δεκάτην γενεὴν ἕτερόν γ' ἔτι βόσκοι· τόσσα οἱ ἐν μεγάροις κειμήλια κεῖτο ἄνακτος. Nach Her. 2, 142 betragen 3 Menschenalter 100 Jahre, nach 1, 7 aber machen 22 γενεαί 505 Jahre; nach Heraklit bei Plut. def. or. 11 = 30 Jahre; übh. Zeitalter, ἀνϑρωπηΐη λεγομένη γ., das geschichtliche, im Ggstz des heroischen, mythischen, 3, 122; Thuc. 1, 14; öfter Plat.; ἐπὶ πολλὰς γενεάς Tim. 23 c; übh. für einen größeren Zeitraum, ὑπὸ ξυμφορῶν πολλαῖς γενεαῖς πιεζόμενοι Thuc. 2, 68; ἐπὶ τῆς ἡμετέρας γενεᾶς, zu unserer Zeit, Dion. Hal. 3, 15. – Uebrigens sind wenigstens bei Hom. die hier aufgestellten Bedeutungen durchaus nicht strenge geschieden; es sind vielmehr nur verschiedene Seiten einer einzigen Bedeutung; vgl. z. B. Iliad. 6, 145 sqq Τυδείδη μεγάϑυμε. τίη γενεὴν ἐρεείνεις; οἵη περ φύλλων γενεή, τοίη δὲ καὶ ἀνδρῶν. φύλλα τὰ μέν τ' ἄνεμος χαμάδις χέει, ἄλλα δέ ϑ' ὕλη τηλεϑόωσα φύει, ἔαρος δ' ἐπιγίγνεται ὥρη· ἃς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δ' ἀπολήγει. εἰ δ' ἐϑέλεις καὶ ταῦτα δαήμεναι, ὄφρ' εὖ εἰδῇς ἡμετέρην γενεήν· πολλοὶ δέ μιν ἄνδρες ἴσασιν· ἔστι πόλις Ἐφύρη μυχῷ Ἄργεος ἱπποβότοιο, ἔνϑα δὲ.Σίσυφος ἔσκεν, ὃ κέρδιστος γένετ' ἀνδρῶν, Σίσυφος Αἰολίδης· ὁ δ' ἄρα Γλαῦκον τέκεϑ' υἱόν, αὐτὰρ Γλαῦκος ἔτικτεν ἀμυμονα Βελλεροφόντην κτἑ. Hier erscheint γενεή zuerst in der Bedeutung »Abkunst« oder in der Bdtg »Familie«, dann in der Bdtg »Gattung«, »Menschengeschlecht«, dann in der Bdtg »Generation«, »Menschenalter«, dann in der Bdtg »Stammort«. Der Dichter aber war sich schwerlich dieser seinen Unterscheidungen bewußt.
-
3 ὀνομάζω
A (lyr.), etc. ; [dialect] Ep.ὀν- Il.1.361
, al.: [tense] fut. : [tense] aor.ὠνόμασα Od.24.339
, etc.: [tense] pf. :—[voice] Pass., [tense] fut.- ασθήσομαι Gal.UP6.16
, al.: [tense] aor. ὠνομάσθην and [tense] pf. ὠνόμασμαι, Th.1.96, 6.96, etc.; [dialect] Ep.ὀνόμασται Parm.9.1
, etc. ; [ per.] 3pl.ὠνομάδαται D.C.37.16
:—[voice] Med., [tense] impf. .—[dialect] Aeol. or [dialect] Dor. [tense] fut. [ per.] 3sg. ὀνυμάξει (or - εῖ) Berl.Sitzb.1927.167 ([place name] Cyrene): [tense] aor.ὀνύμαξε Pi.P.2.44
; [voice] Med. [tense] fut. ὀνυμάξομαι ib.7.5 : [tense] pres. ὀνυμάζεται Metop. ap. Stob.3.1.116: ([etym.] ὄνομα):—speak of by name, call or address by name, of persons, , cf. 22.415 and ὀνομακλήδην ;Πυθοδώρου.., ὃν Ἀθηναῖοι οὐκ ὀνομάζουσιν X.HG2.3.1
(interpol.); τοῖς προγόνοις -αζομένοις ἀπομνημονεύεταιὁπόστος ἀφ' Ἡρακλέους ἐγένετο his descent.. is traced by naming his ancestors, Id.Ages.1.2.2 of things, name, specify,περικλυτὰ δῶρ' ὀνόμαζον Il.18.449
; but also, name or promise, opp. giving,εἰ μὲν.. μὴ δῶρα φέροι, τὰ δ' ὄπισθ' ὀνομάζοι 9.515
; εἶναί τι ὀνομάζειν use the term 'being', Pl.Tht. 160b, cf. 166c, 201d ; dedicate,τράπεζαν τῷ δαίμονι Theopomp.Hist.121
:—[voice] Pass.,λόγοισι.. ὠνόμασται βραχέσι
have been expressed,S.
OC 294.II ὀ. τινά τι call one something, Pi.P.2.44, A.Ag. 681 (lyr.), Hdt.4.6, Th.1.3, E.Hel. 1193 ; ὄνομα τί σε.. ὠνόμαζεν λεώς; Id.Heracl.87 (lyr.):—rarely in [voice] Med., παῖδά μ' ὠνομάζετο called me his son, S.OT 1021 :—[voice] Pass.,ὄνομα δ' ὠνομάζετο Ἕλενος Id.Ph. 605
;τὴν αὑτῆς ἐπωνυμίαν ὀνομαζόμενον Pl.Phdr. 238a
;ἀντὶ γὰρ φίλων καὶ ξένων, ἃ τότ' ὠνομάζοντο D.18.46
.2 εἶναι is freq. added pleon., τὰς ὀνομάζουσι εἶναι Ὑπερόχην καὶ.. whose names they say are Hyperoche and.., Hdt.4.33 ; , cf. R. 428e ([voice] Pass.), X.Ap.13, etc. ; cf.καλέω 11.3
b.III name or call with reference to, in accordance with, or after.., τινὰ orτι ἐπί τινι Pl. R. 493c
:—[voice] Pass.,ἐπί τινος Isoc.12.183
; , X.Mem. 4.5.12 ; .IV utter names or words,ἐς τρὶς ὀνομάσαι Σόλων Hdt.1.86
;μάλα σεμνῶς ὀνομάζων D.18.35
, cf. 122,21.158 :—[voice] Pass., φύσις ἐπὶ τοῖς ὀνομάζεται ἀνθρώποισι the name φύσις is given by men to those things, Emp. 8.4, cf. Parm.9.1 ; παρανομίαν ἐπὶ τοῖς μὴ ἀνάγκῃ κακοῖς ὀνομασθῆναι the name of transgression is applied.., Th.4.98 ; ἀπὸ τούτου τοῦτο ὀνομάζεται (sc. οὐ φροντὶς Ἱπποκλείδῃ ) hence this saying is used, Hdt.6.130.V make famous, in [voice] Pass., οἱ ὠνομασμένοι persons of renown, v.l. for διωνομασμένοι in Isoc.20.19.—Cf. ὀνομαίνω.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀνομάζω
См. также в других словарях:
κυδαίνω — (AM) [κύδος] δίνω σε κάποιον τιμή και δόξα, λαμπρύνω, δοξάζω («πατρόθεν ἐκ γενεῆς ὀνομάζων ἄνδρα ἕκαστον, πάντας κυδαίνων», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. ευφραίνω, τέρπω («κύδαινε δὲ θυμὸν ἄνακτος», Ομ. Οδ.) 2. (σπάνια με κακή σημασία) κολακεύω («μέγα… … Dictionary of Greek